- πιθανολογισμός
- ο, Ν(φιλοσ.) δοξασία που καταλαμβάνει ενδιάμεση θέση μεταξύ δογματισμού και σκεπτικισμού, μια μορφή γνωστικού και ηθικού σχετικισμού, η οποία στη γνωσεολογία υποστηρίζει ὁτι ο άνθρωπος δεν μπορεί να φθάσει σε καμιά απόλυτη αλήθεια και, συνεπώς, οφείλει να περιορίζεται στη διάκριση προτάσεων λιγότερο ή περισσότερο πιθανών, ενώ στην ηθική θεωρεί ὁτι σε πράξεις οι οποίες δεν απαγορεύονται άμεσα από ηθικούς κανόνες πρέπει να ακολουθούνται πιθανές γνώμες.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση τού λατ. probabilismus < πιθανός + λόγος + -ισμός*].
Dictionary of Greek. 2013.